Ο Σ.Π.ΟΡ.Τ στην κορυφή Κράτσοβο Χασίων

Γεωμορφολογικά, τα Χάσια δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα Αντιχάσια, αλλά μοιάζουν με τα βουνά της Βάλια Κάλντα. Η σύσταση του εδάφους, οφιολιθική με τα χαρακτηριστικά χρώματα της ώχρας και τα βαθυπράσινα του σερπεντίνη, ευνοούν την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης χλωρίδας όπου κυριαρχεί η Μαύρη πεύκη (Pinus nigra).

Η μαύρη πεύκη αναπτύσσεται σε ορεινά και ημιορεινά εδάφη, Σε υψόμετρο από 400 μέχρι 1800 μέτρα, μερικές φορές μέχρι 2000, σε ασβεστολιθικά και οφιολιθικά πετρώματα με αυξημένη υγρασία. Είναι ένα μεγάλο αειθαλές δέντρο, με ύψος 20-55 μέτρα κατά την ωριμότητα. Ο φλοιός είναι γκρι προς κίτρινο-καφέ και χωρίζεται με λωρίδες σε φολιδωτές πλάκες. Μπορεί να ζήσει αρκετά χρόνια, με κάποια δέντρα να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 500 ετών. Χρειάζεται άφθονο φως για να αναπτυχθεί σωστά και δεν ανέχεται τη σκιά (φωτόφυτο), ενώ είναι ανθεκτικό στο κρύο και τον παγετό. Σε αντίθεση με τη χαλέπιο πεύκη, με την οποία μερικές φορές συνυπάρχει, η μαύρη πεύκη δεν έχει μηχανισμούς αναγέννησης μετά από πυρκαγιά, κάτι που δυσκολεύει τη φυσική αναγέννηση των δασών μαύρης πεύκης που έχουν καεί. (Πηγή πληροφοριών Wikipedia).

Για την επίσκεψη της περασμένης Κυριακής στα Χάσια, επιλέξαμε μια πορεία από την Πεύκη, αντί της συνηθισμένης που έχει αφετηρία την Τρυγώνα. Πεύκη και Τρυγώνα, δυο γειτονικά χωριά, δίπλα στον δρόμο Τρικάλων Ιωαννίνων που μαζί με την Ανάληψη και τον Κορυδαλλό ήταν σημεία αναφοράς των ταξιδιωτών. Τώρα, η πλειονότητα των σπιτιών παραμένουν κλειστά στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αφού η Εγνατία συντόμευσε πολύ το κάποτε μακρύ ταξίδι ως τα Γιάννενα. Με την αποπεράτωση των εργασιών της Ε65, κανένας πλέον δεν θα περνά από εδώ και τα χωριά αυτά θα παραδοθούν στη μοίρα τους, αναπόφευκτο τίμημα της προόδου.

Η πορεία μας ξεκινά από τις Κατασκηνώσεις της Πύρας (παρατημένες και έρημες) σε υψόμετρο 1000 μ. πάνω από το χωριό. Από εδώ, οι κόκκινες στέγες των σπιτιών λούζονται στο φως ενός ζεστού, ανοιξιάτικου ήλιου. Είναι η πρώτη των αλκυονίδων ημερών. Απέναντί μας η οροσειρά του Δοκιμίου, ψυχρή και ανήλιαγη, κρατάει το χιόνι στα δάση και στις κορυφές της.

Ακολουθούμε για λίγο τον χωματόδρομο που κυκλώνει το βουνό και στη συνέχεια ανηφορίζουμε την πλαγιά χωρίς μονοπάτι, μέσα στο πυκνό δάσος με ΒΑ πορεία. Λίγο ψηλότερα συναντάμε τα πρώτα χιόνια που μας συντροφεύουν μέχρι την κορυφογραμμή που είναι ολόκληρη δασοσκεπής. Στρεφόμαστε νότια, βαδίζοντας σε μέσο υψόμετρο 1500 μ. αριστερά μας απλώνεται το οροπέδιο των Γρεβενών και παραπέρα φυλάνε σκοπιά τα Καμβούνια, ο Βούρινος και το Σινιάτσικο, ξέχιονα εντελώς.

Περνάμε ένα μικρό χιονισμένο διάσελο που φιλοξενεί τη δεύτερη σε ύψος κορυφή και συνεχίζουμε μέχρι την ψηλότερη, γνωστή από προηγούμενες αναβάσεις μας. Είναι το Κράτσοβο ή Μύτικας, σε υψόμετρο 1564 μ. δίπλα στο ερειπωμένο ξύλινο πυροφυλάκιο. Από εδώ μπορούμε να διακρίνουμε βόρεια τον Σμόλικα, τον Γράμμο και το Καΐμάκτσαλαν, λευκές φιγούρες στο γαλάζιο φόντο.

Για την επιστροφή μας διαλέγουμε τον δασόδρομο που οδηγεί στην Τρυγώνα. Λίγο χαμηλότερα τον αφήνουμε για να κατηφορίσουμε απότομα στο δάσος μέχρι να δούμε από ψηλά τον χώρο της κατασκήνωσης. Φτάνουμε εκεί ολοκληρώνοντας μια κυκλική πορεία μήκος 8,6 χλμ που μας έδωσε μια πλήρη εικόνα του βουνού.