Χάνει το ευρωπαϊκό στοίχημα της ανακύκλωσης η Ελλάδα

κινδυνεύει να μην επιτύχει τον ευρωπαϊκό στόχο ανακύκλωσης του 50%

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα είναι ένα από τα 14 κράτη – μέλη (μαζί με τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο, την Εσθονία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Μάλτα, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και την Ισπανία) που κινδυνεύει να μην επιτύχει τον ευρωπαϊκό στόχο ανακύκλωσης του 50% των αστικών αποβλήτων μέχρι το 2020 και του 65% μέχρι το 2035.

Το 2016, τα αστικά απόβλητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν στα 482 κιλά ανά πολίτη, ενώ η χώρα μας ξεπερνούσε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς σε κάθε Έλληνα αντιστοιχούσαν 497 κιλά αστικών αποβλήτων. Η διαχείρισή τους είναι ο τομέας που σημειώνονται τα μεγαλύτερα προβλήματα στην Ελλάδα, με τους παράνομους χώρους υγειονομικής ταφής, τα πολύ χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης και τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της ΕΕ, η κατάσταση στη διαχείριση αστικών αποβλήτων και της ανακύκλωσής τους στην Ελλάδα, συνιστά μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα. Το μεγαλύτερο μέρος των οικιακών αποβλήτων στην Ελλάδα (81%) καταλήγει σε χώρους υγειονομικής ταφής (31% ο μέσος όρος στην ΕΕ), με μόνο το 17 % να ανακυκλώνεται (ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 27%) και το 4% να λιπασματοποιείται (μέσος όρος 15% στην ΕΕ).

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος Περιβάλλοντος, Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας κ. Καρμένου Βέλα δήλωσε: «Με τους κανόνες της ΕΕ για τα απόβλητα που εγκρίθηκαν πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Ευρώπη μπορεί να καταστεί παγκόσμιος πρωτοπόρος στη σύγχρονη διαχείριση των αποβλήτων και να αναπτύξει περαιτέρω την κυκλική οικονομία της. Εξακολουθούν να υφίστανται διαφορές σε όλη την Ευρώπη, αλλά η πρόοδος είναι αναγκαία και εφικτή εάν οι αντίστοιχες εθνικές και τοπικές αρχές εφαρμόσουν τις δράσεις που καταγράφονται στην παρούσα έκθεση. Η Επιτροπή θα βοηθήσει παρέχοντας τεχνική βοήθεια καθώς και υποστήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία και στήριξη στην ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.»