Ρεντζιάς για όλα, απο Τάκη Πολυγένη μέχρι Αϊβερσον!

rentzias-trikala19

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μεγάλη συνέντευξη του Τρικαλινού σέντερ στον Γιώργο Κούβαρη

Κάποτε ο Μάικλ Τζόρνταν είχε πει μία από τις πιο διαχρονικές ατάκες στην ιστορία του παγκόσμιου μπάσκετ: «Some people want it to happen, some wish it would happen, others make it happen…» Τότε, δηλαδή, που και ένα παιδί από τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων ζούσε το δικό του όνειρο κρατώντας την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του…

Τότε που ο Ευθύμης Ρεντζιάς όχι μόνο ήθελε και ευχόταν να πετύχει, αλλά τότε που ήταν σίγουρος ότι κάποια μέρα θα μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά ώστε να γίνει ο ίδιος παίκτης στο ΝΒΑ, να συναντήσει τον Μάικλ Τζόρνταν στο «κύκνειο άσμα» του και να του σφίξει το χέρι. Μάλιστα, εάν και εφόσον είχε τον χρόνο θα μπορούσε να του πει στο αυτί «I made it happen…»

Τηρουμένων των αναλογιών, ο άλλοτε παίκτης του Δαναού Τρικάλων, του ΠΑΟΚ, της Μπαρτσελόνα των Φιλαντέλφια 76ers, της Ούλκερ, της Σιένα και της Βαγιαδολίδ είχε πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Όλα όσα είχε φέρει στο μυαλό του τα βράδια που έπεφτε για ύπνο με την αφίσα της Εθνικής ομάδας του 1987 στο προσκεφάλι του, είχαν πάρει «σάρκα και οστά». Από τα ανοικτά γήπεδα στα Τρίκαλα και τις πρώτες προπονήσεις στον Δαναό στο κλειστό, έφτασε στο σημείο να αγωνιστεί σε… Μουντομπάσκετ φορώντας τη φανέλα της Εθνικής σε ηλικία 18,5 ετών και έχοντας περάσει μία σεζόν στην -πολύ δύσκολη τότε και αρκετά ανταγωνιστική στα μέσα της δεκαετίας του ’90- Α1!

«Ήταν ένα μαγικό ταξίδι…» λέει ο Ευθύμης Ρεντζιάς σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στο gazzetta.gr όπου ξετύλιξε το κουβάρι των δικών του αναμνήσεων και των δικών του εμπειριών. Από τη μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ όταν ήταν 17 ετών, την 5ετή εμπειρία του στην Μπαρτσελόνα, την επιθυμία του Παύλου Γιαννακόπουλου να τον φέρει στον Παναθηναϊκό, το πέρασμά του από το ΝΒΑ δίπλα στον Άλεν Άιβερσον, μέχρι την Εθνική ομάδα, τους τραυματισμούς του και το άδοξο τέλος της καριέρας του σε ηλικία 30 ετών.

Πλέον έχει την τιμή να είναι ένας εκ των Ambassador του ΝΒΑ στην Ευρώπη και να «τρέχει» προγράμματα για μικρά -κυρίως- παιδιά όπως για παράδειγμα το NBA Junior και φέτος το NBA Basketball School, το οποίο θα διεξαχθεί σε δύο περιόδους τον ερχόμενο Ιούλιο στο Deree – The American College of Greece.

Από τα Τρίκαλα σε μια… σουρεάλ κατάσταση!

 

Ο Ευθύμης Ρεντζιάς ξεκίνησε την… ανασκόπηση της καριέρας του από τότε που παρακολουθούσε τα παιχνίδια της Εθνικής ομάδας του 1987 στην πλατεία του χωριού του στα Τρίκαλα και εξηγεί πώς έφτασε σε έξι χρόνια να είναι με τους… ίδιους παίκτες, στο ίδιο παρκέ και να κάνει προπόνηση!

-Ξεκινώντας από τα παλιά τα χρόνια, ήταν ο άθλος του ’87 ο λόγος για να παίξεις μπάσκετ;

«Εννοείται! Κι εγώ είμαι παιδί του ’87. Εκείνη η ομάδα έβγαλε τους Έλληνες στον δρόμο ενώ ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσουν πολλά παιδιά να παίζουν μπάσκετ. Βέβαια εγώ ήδη έπαιζα μπάσκετ. Λίγο που είχα αρχίσει. Τέλη ’86, αρχές ’87. Βασικά το 1986 έγινε ένα ανοικτό γήπεδο μπάσκετ κοντά στο σπίτι μου και κάπως έτσι είχα ξεκινήσει».

-Παρακολουθούσες τα παιχνίδια του ’87; Τα θυμάσαι;

«Ναι, τότε βλέπαμε όλα τα παιχνίδια στο χωριό. Τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων. Στα σπίτια, στα καφενεία, παντού. Αυτή η ομάδα ήταν έμπνευση για όλους μας. Η μικρή Ελλάδα να κατακτά το ευρωπαϊκό, πραγματικά ήταν πολύ μεγάλο…»

-Ποιος ήταν εκείνος που σε παρότρυνε να ασχοληθείς πιο ζεστά με το μπάσκετ;

«Ήταν αυτό που μου άρεσε. Από τη πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το μπάσκετ και από τη πρώτη στιγμή που μπήκα στο κλειστό γυμναστήριο για να κάνω προπόνηση με τον Δαναό Τρικάλων, ήταν αυτό που πραγματικά ήθελα. Μάλιστα ασχολούμουν και κι άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο και το ταε κβο ντο, όμως το μπάσκετ ήταν αυτό που μου άρεσε. Οι γονείς μου ήταν πάντα μαζί μου διακριτικά να με στηρίξουν σε αυτό που έκανα. Ήταν μαζί μου σε ότι και αν έκανα. Από τη πρώτη στιγμή που πήγα στο γήπεδο μέχρι το τέλος. Στήριξαν όλες τις αποφάσεις μου…Βέβαια υπήρχε και ένας άνθρωπος ο οποίος ουσιαστικά με έστειλε στον Δαναό. Συγκεκριμένα ο Δημήτρης Πολυγένης, ο οποίος με είχε δει να παίζω μπάσκετ στο ανοικτό γήπεδο των Τρικάλων και μου είχε ζητήσει να πάω στην προπόνηση του Δαναού. Μάλιστα για να με δεσμεύσει ότι θα πάω να κάνω προπόνηση με την ομάδα, μου είχε δώσει και μια μπάλα! Μου είπε να παίξω για 2-3 μέρες και στη συνέχεια να την επέστρεφα όταν θα πήγαινα για προπόνηση!»

-Ουσιαστικά το άστρο σου άρχισε να ανατέλλει το 1993 με το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ παίδων στην Τουρκία μαζί με Κακιούζη, Μπαρλά, Παπανικολάου, Χατζή, Καράγκουτη… Ήταν και το εισιτήριο για να πάρεις τη μεταγραφή στον ΠΑΟΚ;

«Κοίτα όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα τότε. Από τα 14 μου μέχρι και τα 16 που πήγα στον ΠΑΟΚ, δεν προλάβαινα τις εξελίξεις.  Εξελίχθηκαν όλα πάρα πολύ γρήγορα.»

-Και πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί 14-15 χρονών να κρατάει το μυαλό του μέσα στο κεφάλι βλέποντας το όνομά του να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα της εποχής;

«Μέχρι τα 20-21 μου, σε αυτό το κομμάτι με βοήθησε πάρα πολύ η οικογένειά μου, οι προπονητές μου και όλοι όσοι ήταν μέσα στον στενό μου κύκλο. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να το διαχειριστείς όλο αυτό. Όλα γινόταν πολύ γρήγορα. Να είμαι μαθητής λυκείου και από παιδικό ή το ανδρικό του Δαναού, να βρίσκομαι ξαφνικά στην Εθνική ομάδα. Στα 16 μου! Πραγματικά ήταν σουρεάλ. Τη μία μέρα να κοιμάμαι με την αφίσα της ομάδας του ’87 και την επόμενη οι περισσότεροι από αυτούς να είναι συμπαίκτες μου στην Εθνική ομάδα και να μοιραζόμαστε το ίδιο παρκέ. Στο ίδιο γήπεδο και να κάνουμε την ίδια προπόνηση. Από τα πιο δύσκολα πράγματα που είχα να διαχειριστώ!»

 

Η μεταγραφή στον… αγαπημένο του ΠΑΟΚ, η ατυχία με τον Ίβκοβιτς, ο Ironman Πρέλεβιτς και το… ξύλο με τον Σάβιτς!

Η εμπειρία στον ΠΑΟΚ θα μείνει αξέχαστη στον Ρεντζιά, αφού ήταν η πρώτη του επαγγελματική ομάδα ενώ είχε την ευκαιρία να μάθει τα βασικά από τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, την ώρα που έβλεπε τον Μπάνε Πρέλεβιτς με τον οποίο μοιραζόταν το δωμάτιο να μην χάνει ούτε… ένα ματς και ας είχε σπασμένους αστραγάλους και δάχτυλα και τον Ζόραν Σάβιτς που «δεν πήδαγε ούτε χαρτοπετσέτα» να του μαθαίνει να ρίχνει μπασκετικό… ξύλο!

-Τι είχε γίνει τότε; Ποιος σε πήγε και πώς κατέληξες στον ΠΑΟΚ; Θυμάσαι; Μάλιστα είχε δαπανηθεί και ποσό-ρεκόρ ύψους 220.000.000 εκατομμυρίων δραχμών.

«Πραγματικά ήταν ένα σίριαλ τότε αν και εγώ δεν το έζησα καθόλου. Το έζησε η οικογένειά μου. Ειδικά ο πατέρας μου που ήταν από τα πιο δύσκολα καλοκαίρια που πέρασε στην ζωή του. Επρεπε να είχε να κοιμηθεί δύο μήνες.  Τελείωνα από το σχολείο και είχαν αρχίσει να γίνονται συζητήσεις με τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ. Τότε ήμουν προετοιμασία με την Εθνική ομάδα Παίδων στην Τουρκία. Τότε δεν υπήρχαν κινητά ή μια πιο άμεση επικοινωνία μαζί μου. Έτσι το πέρασε η οικογένειά μου και μάλιστα το πέρασε πολύ δύσκολα. Ο πατέρας μου δεν είναι ατζέντης. Απλά έπρεπε να δει το καλύτερο για το παιδί του. Οπότε δεν ήταν εύκολο… Θυμάμαι ήμουν στο ξενοδοχείο και μου έλεγε ο πατέρας μου με ποιους είχε μιλήσει και τι είχε πει. Εγώ απλά επέστρεψα και είχα πάει στον ΠΑΟΚ. Το άγχος μου ήταν πώς θα σταθώ εκεί…»

 

-Είχες ωστόσο εσύ κάποια προτίμηση;

«Ήθελα να πάω στον ΠΑΟΚ. Ήμουν ΠΑΟΚ και σκεφτόμουν σαν παιδί τότε. Μιλούσα με όλες τις ομάδες και ειδικά με τον κύριο Παύλο Γιαννακόπουλο με τον οποίο είχαμε πολύ καλή επικοινωνία. Από εκεί και πέρα βλέπαμε και που είχε και θέση να μπορώ να πάω και να παίξω. Ήταν σημαντικό για μένα. Για παράδειγμα ο Ίβκοβιτς είπε ότι θα παίξω. Και πράγματι το έκανε. Με το που πήγα, με προσάρμοσε σιγά-σιγά στο επίπεδο της προπόνησης και αυτό διότι έκανα προπόνηση με την ομάδα του Δαναού. Ήταν δίπλα μου και μου μιλούσε συνέχεια. Μου έλεγε, ‘μην βιάζεσαι, μην αγχώνεσαι’ και άρχισε σιγά-σιγά να μου δίνει χρόνο. Η ατυχία μου ωστόσο είναι ότι έφυγε ο Ντούντα μεσούσης της σεζόν. Αν είχε μείνει 1-2 χρόνια ακόμα στον ΠΑΟΚ θα ήταν άλλη η εξέλιξή μου. Τόσο η δική μου, όσο και των υπολοίπων παιδιών! Ήμασταν μια νέα γενιά, αλλά δυστυχώς δεν έμεινε… »

-Μιλάμε μια μεταγραφή που κόστισε τότε 220 εκατομμύρια δραχμές. Πώς ηχούσαν στα αυτιά σου αυτά τα νούμερα τη στιγμή που ήσουν μόλις 16 χρόνων;

«Τα χρήματα της μεταγραφής μου τα πήρε ο Δαναός. Εγώ πήγα με ένα καλό συμβόλαιο για την ηλικία μου στον ΠΑΟΚ. Ειλικρινά σου λέω δεν με ένοιαζαν τα χρήματα. Το όνειρο μου και η τρέλα μου ήταν να παίξω. Δεν έκανα την επιλογή με γνώμονα τα χρήματα. Αν κοίταζα τα χρήματα, ο Παναθηναϊκός μου έδινε πολλά περισσότερα χρήματα και πολλές περισσότερες παροχές, αλλά ο Παβλίσεβιτς δεν είχε χώρο για μένα. Μάλιστα τότε ο ίδιος ο Ίβκοβιτς ήρθε στο χωριό για να μου μιλήσει και να μου πει τις σκέψεις του».

-Πήγες, λοιπόν, στον ΠΑΟΚ και γνώρισες και την αυστηρότητα του Ίβκοβιτς…

«Πράγματι, ο Ντούντα είναι πολύ αυστηρός και σκληρός προπονητής. Δεν ήταν μόνο σε εμένα, αλλά σε όλους. Ήταν ο τρόπος που ήθελε να δουλεύει. Πολλές οι ώρες της προπόνησης, πολλές οι ώρες στο γήπεδο μεγάλη η πίεση, και η εξέλιξη ήταν πολύ μεγάλη»

 

-Πρώτη σου χρονιά στον ΠΑΟΚ. Πώς ήταν αυτή η πρώτη σου εμπειρία ως 16άρης; Μαθητής του λυκείου ακόμα να παίζεις μαζί με Σάβιτς, Μπέρι, Πρέλεβιτς;

«Όλοι αυτοί με αγκάλιασαν και με στήριξαν από την πρώτη στιγμή. Ήμουν πολύ τυχερός σε αυτό.  Σε καλή εποχή του ΠΑΟΚ. Είχα αμέριστη στήριξη απ’ όλους. Και από την διοίκηση, αλλά και από τον Μπάνε, τον Ζόραν, τον Κόρφα, τον κόσμο, απ’ όλους. Αυτό με βοήθησε και με έμαθε πάρα πολλά. Τότε ήμασταν τυχερά όλα τα παιδιά της γενιάς μου. Και είχαμε δίπλα μας τους παίκτες τους οποίους βλέπαμε στην τηλεόραση. Όλοι μας στήριζαν. Και πάντα θα έλεγαν ‘δεν πειράζει’ αν έκανες κάποιο λάθος. Δεν είχαμε ντίβες. Ξέρω ότι υπήρχε σε άλλες ομάδες…»

 

-Το ίδιο ίσχυε και με τους προπονητές;

«Στον ΠΑΟΚ την τετραετία που ήμουν εγώ, δεν στέριωνε προπονητής! Δεν ξέρω και εγώ πόσους. Δεν γινόταν σωστός προγραμματισμός με κάποιον προπονητή. Να προγραμματίζεις κάτι και να δουλεύεις πάνω σε αυτό. Πρέπει να μάθεις και να κερδίζεις και να χάνεις. Το λάθος του ΠΑΟΚ εκείνη την εποχή ήταν ότι ενώ είχε μια καλή πρώτη ύλη από νέα παιδιά, αλλά δεν υπήρχε ο προπονητής που θα δούλευε μαζί μας για 2-3 χρόνια και θα έδινε το όραμα. Αλλάζαμε προπονητή ανά 2-3 εβδομάδες. Επειδή ο ένας έχανε στα φιλικά, επειδή ο άλλος έχανε στη συνέχεια. Τότε είχε γίνει ένας κακός χαμός, ο οποίος έκανε κακό σε εμάς τους παίκτες και στην ομάδα. Ο προγραμματισμός πρέπει να είναι τριετίας.  Πρέπει να μάθεις να χάνεις και να κερδίζεις. Αυτή είναι η ομορφιά του αθλητισμού . Και πρέπει να συμβιβαστείς με αυτό. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχουμε μάθει να χάνουμε».

-Στον ΠΑΟΚ ήσουν συμπαίκτης με πολλούς μεγάλους παίκτες. Ποιον έχεις να ξεχωρίσεις περισσότερο και για ποιον λόγο;

«Πρώτα απ’ όλα τον Πρέλεβιτς, με τον οποίο ήμασταν μαζί και στο ίδιο δωμάτιο. Τι να πω για τον Μπάνε; Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες! Ο άνθρωπος είχε διαστρέμματα, τα πόδια του χτυπημένα, να πονάει η μέση του και να παίζει. Και δεν είναι πράγματα που μου είπαν, αλλά πράγματα τα οποία έβλεπα με τα μάτια μου. Ερχόταν ο γιατρός στο δωμάτιο και του έκανε ενέσεις με παυσίπονα για μπορέσει να παίξει. Εκείνος ήταν που το ήθελε και το ζητούσε. Επίσης ο Πέτζα… Φαινόταν ότι θα γίνει μεγάλος παίκτης. Δούλευε πάρα πολύ. Εκτός από το ταλέντο που αναμφισβήτητα είχε, δούλευε και πάρα πολύ. Το ταλέντο δεν φτάνει από μόνο του. Μάλλον είναι αρκετό μέχρι κάποιο σημείο. Μετά πρέπει να υπάρχει και πολύ δουλειά. Επίσης ο Ζόραν! Μάλιστα μας έπαιρνε στην προπόνηση και μας έλεγε να παίξουμε ξύλο. Με την καλή έννοια, έτσι; Το μπασκετικό ξύλο. Μας έριχνε και του ρίχναμε (γέλια). Καλό έκανε σε όλα τα παιδιά. Σκληρύναμε, δυναμώσαμε. Στο low post ήταν ανίκητος. Έβλεπες έναν άνθρωπο που δεν μπορούσε να πηδήξει ούτε χαρτοπετσέτα και έμπαινε μέσα και ήταν απίστευτος. Από τα καλύτερα σέντερ της Ευρώπης επειδή ήξερε να χρησιμοποιήσει σωστά το σώμα του και το μυαλό του. Μπορεί κάποιος πηδάει στον Θεό και να μην βάζει τη μπάλα στο καλάθι. Ο Ζόραν με βοήθησε σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στο αγωνιστικό, αλλά και στο ψυχολογικό».

 

«Δεν χάρηκα το Παγκόσμιο Εφήβων από το άγχος μου, είχα απίστευτη στήριξη στην Εθνική του ’94»

Τρία καλοκαίρια με την Εθνική έμελλε να «σημαδέψουν» και να… μεγαλώσουν τον Ρεντζιά. Αρχικά με την παρουσία του στο Μουντομπάσκετ του Καναδά όπου όλες οι «παλιοσειρές» τον στήριζαν και τον υποστήριζαν από τις προπονήσεις μέχρι τους αγώνες, και στη συνέχεια με την κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Εφήβων στην Αθηνα όπου αναδείχθηκε και MVP του τουρνουά όπως επίσης και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα.

-Και φτάνουμε στο καλοκαίρι του 1994 όπου έπαιξες τόσο με τους Νέους στο Τελ Αβίβ όπου κατακτήσατε την 6η θέση στο Eurobasket όσο και με την Εθνική Ανδρών στο Παγκόσμιο του Καναδά.

«Και εκεί πάλι τυχερός ήμουν ως προς το πώς με υποδέχθηκαν. Με στήριξαν όλοι. Ήμουν ο μικρός της παρέας, αλλά είχα την καθολική στήριξη. Να μου πουν μια καλή κουβέντα, να με βοηθήσουν, να με βάλουν στην παρέα τους… Τα πάντα. Και όλα αυτά τη στιγμή που είχαμε πολλές διαφορές μεταξύ μας. Διαφορά ηλικίας, οικονομικές, κοινωνικές. Όμως είχα αμέριστη στήριξη απ’ όλους και είναι προς τιμήν τους. Δεν μετράει το πόσο καλός αθλητής είσαι, αλλά και πόσο καλός άνθρωπος είσαι. Και αυτή η ομάδα είχε καλά παιδιά.»

 

-Τι σου έχει μείνει περισσότερο, ειδικά από το 1994 και το ματς με την Αμερική όπου αγωνίστηκες 13 λεπτά…

«Ήταν κάτι το μοναδικό. Βασικά όλο το καλοκαίρι του ’94. Μετά το ευρωπαϊκό στο Τελ Αβίβ με τους Νέους, πήγα απευθείας στο Τζορτζτάουν όπου η Εθνική έδινε φιλικά. Όλο το ταξίδι ήταν μαγικό για μένα. Και γενικά είχα άγνοια κινδύνου μέσα στο ματς. Έξω από αυτό ήμουν πολύ προσεκτικός, αλλά μόλις έμπαινα μέσα, ξεχνούσα τα πάντα. Και με τον Σακίλ που έπαιξα αντίπαλος, δεν καταλάβαινα τίποτα. Βέβαια είχα και την υποστήριξη από προπονητικό τιμ και συμπαίκτες. Έκανα μια μαλ…ία και μου έλεγαν ‘μπράβο μικρέ, το επόμενο’. Όλοι! Όλοι όμως! Όσο ήμουν εγώ στην Εθνική υπήρχε αυτό το κλιμα και όλοι ήθελαν να βοηθήσουν τον μικρό. Όταν πας ‘ψάρακας’ και πέσει το δούλεμα, μετά το χάνεις λίγο και μπορεί να σε πάρει από κάτω. Όμως όλοι ήταν με το μέρος μου τότε…Μαγικό καλοκαίρι!»

 

-Όμως ακόμα πιο μαγικό ήταν το επόμενο καλοκαίρι…

«Ε, το 1995 ήταν το κάτι άλλο. Τόσο στο Eurobasket όπου έκανα κάποια καλά ματς, όσο φυσικά και στο Παγκόσμιο των Εφήβων. Τότε πήραμε το κύπελλο επειδή ήμασταν ομάδα με όλη τη σημασία της λέξεως. Μια γροθιά. Υπερτερούσαμε σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες του τουρνουά επειδή μεγαλώσαμε μαζί. Είχαμε καλές προσωπικές σχέσεις, υπήρχαν ρόλοι, υπήρχε δέσιμο το οποίο έβγαινε μέσα στο γήπεδο. Πραγματικά ήμασταν μια παρέα και μας άρεσε πολύ αυτό που κάναμε. Να φανταστείς ερχόμουν στην Αθήνα με λεωφορείο από τα Τρίκαλα για τα κλιμάκια και την επόμενη επέστρεφα πάλι πίσω. Δουλέψαμε πάρα πολύ και στερηθήκαμε πολλά πράγματα. Δεν ήταν τυχαίο το αποτέλεσμα. Νιώθαμε οικογένεια. Και φυσικά εξαιρετικό κοουτσάρισμα από τον Προεστό, εξαιρετικός άνθρωπος. Και από τους Χρηστέα και Τσάβα. Απλά είχα δημιουργήσει άγχος στον εαυτό μου από μόνος μου και έτσι δεν μπόρεσα να το απολαύσω…»

 

-Άγχος με 30 πόντους και 20 ριμπάουντ σε κάθε ματς;

«Πίστεψέ το, δεν ασχολήθηκα ποτέ με τα στατιστικά μου και ούτε με το πόσο παίζω. Καθόλου! Κοιμόμουν πολύ λίγο γιατί είχα τρομερή υπερένταση, ενώ δεν ξεκουραζόμουν και πολύ. Ειδικά όταν είχαμε βραδινά ματς, τελειώναμε στη μία το βράδυ και τρώγαμε μεταμεσονύκτια. Που να προλάβουμε να ξεκουραστούμε και προπόνηση το πρωί και μετά πάλι ματς; Αν με ρωτήσεις αν το έζησα, δεν το έζησα καθόλου. Μόνο τον κόσμο θυμάμαι που ήταν εκπληκτικός. Έμπαινα στο ματς και βλέποντας τον κόσμο ανέβαινα ψυχολογικά. Όλη η ομάδα, όχι μόνο εγώ. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι καλός και να νικήσουμε…»

-Πότε πιστέψατε ότι είστε ανίκητοι και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσετε;

«Όσο και αν σου φανεί περίεργο βλέπαμε το κάθε ματς ξεχωριστά. Από την Θεσσαλονίκη στην πρώτη φάση, μέχρι και τα ματς του ΟΑΚΑ. Λέγαμε, ένα-ένα τα ματς. Βλέπαμε λίγο το scouting, κάναμε προπόνηση και μπαίναμε να παίξουμε. Ξαναλέω όμως, ο κόσμος ήταν απίστευτος. Βγαίναμε να φανταστείς για ζέσταμα και δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας από τον θόρυβο. Όμως όπως σου είπα δεν το έζησα. Ούτε τους πανηγυρισμούς, ούτε τίποτα. Τα είδα στην τηλεόραση…»

2787566_1

«Στην Μπαρτσελόνα ολοκληρώθηκα ως παίκτης και ως άνθρωπος»

Στο ΝΒΑ μπορεί να επιλέχθηκε αρκετά υψηλά για τα δεδομένα της εποχής (σ.σ. στο νούμερο 23, τότε το υψηλότερο pick στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ) ωστόσο δεν μπόρεσε να κάνει άμεσα το υπερατλαντικό ταξίδι. Αντ’ αυτού έμεινε έναν χρόνο ακόμα στον ΠΑΟΚ πριν πάρει τον δρόμο της μπασκετικής ξενιτιάς για πάντα. Η Μπαρτσελόνα έκανε τα πάντα προκειμένου να τον αποκτήσει και εκείνος πήρε την μεγάλη απόφαση να φορέσει τη φανέλα των «μπλαουγκράνα».

-Το καλοκαίρι του 1996 δηλώνεις συμμετοχή στο ντραφτ. Μια εποχή που για έναν Ευρωπαίο ήταν πολύ δύσκολο να αγωνιστεί στο ΝΒΑ. Τι περίμενες τότε; Τόσο από το ντραφτ, όσο και από το πότε θα πήγαινες να παίξεις στο ΝΒΑ.

«Τότε τα έκανα όλα λάθος. Ήμουν δεμένος συναισθηματικά με τον ΠΑΟΚ και ήθελα να μείνω εκεί. Ονειρευόμουν την καριέρα μου στον ΠΑΟΚ. Παρόλα αυτά, και χωρίς να πάω καθόλου εκεί προκειμένου να πάρω μέρος στα workouts, επιλέχθηκα στον πρώτο γύρο. Αν είχα πάει εκεί, ενδεχομένως να είχα επιλεχθεί και πιο ψηλά από το νούμερο 23. Και αυτό ήταν κάτι που έλεγαν και οι ειδικοί του draft. Θεωρητικά πάντα. Και αν θυμηθείς το draft του ’96 είναι από τα πολύ καλά. Με Αιβερσον, Κόμπι, Ρέι Άλεν, Μάρμπερι, Πέτζα… Επιπλέον είχαν και τη δέσμευση με τον ΠΑΟΚ και δεν μπορούσα να πάω. Τότε δεν υπήρχε όρος για ΝΒΑ και δεν μπορούσα έτσι και αλλιώς να πάω. Και στο ΝΒΑ σε επιλέγουν για να σε πάρουν. Στο μεταξύ τότε δεν είχα την εμπειρία για να το διαχειριστώ αναλόγως, ενώ μόλις που είχα υπογράψει με τον ατζέντη μου, τον Κιθ Γκλας. Βέβαια εκείνος με πίστευε πάρα πολύ και θεωρούσε ότι θα έκανα καριέρα στο ΝΒΑ αν πήγαινα νωρίς. Τελικά δεν πήγα ώσπου ήρθε την επόμενη σεζόν η Μπαρτσελόνα…»

 

-Με πρόλαβες. Ήταν η αμέσως επόμενη ερώτηση μου για τη μετακόμισή σου στην Μπαρτσελόνα…

«Ναι η κατάσταση είχε γίνει περίεργη κάπως στον ΠΑΟΚ, την ώρα που η Μπαρτσελόνα με πίστευε πάρα πολύ. Μάλιστα πλήρωσε το buy out μου στον ΠΑΟΚ, πλήρωσα και εγώ και εκεί ξεκίνησε η καριέρα μου εκτός Ελλάδας. Βέβαια να σου πω την αλήθεια δεν είχα σκεφτεί τον εαυτό μου στο εξωτερικό. Εμφανιζόταν κατά καιρούς ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, ώσπου η Μπαρτσελόνα ήρθε από το πουθενά. Δεν το σκεφτόμουν. Δεν υπήρχαν αυτά τότε. Ούτε καν νομοθετικά αν σκεφτείς ότι το 1996 άνοιξαν τα σύνορα με την υπόθεση του Μπόσμαν. Η Μπαρτσελόνα τότε έψαχνε τον ατζέντη μου μιας και δεν είχα Έλληνα εκπρόσωπο. Τελικά τον βρήκαν, έγιναν οι συζητήσεις, αλλά εγώ είχα ξεκαθαρίσει ότι προτεραιότητα ήταν ο ΠΑΟΚ. Όμως τότε η κατάσταση δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρη στον ΠΑΟΚ. Τη μία μου έλεγαν ότι δεν μπορούσαν να μου κάνουν προσφορά, την άλλη με διαβεβαίωναν να μην ανησυχώ και ότι θα έμενα στην ομάδα και είχα μείνει σε αυτό. Άλλωστε ήθελα να μείνω στον ΠΑΟΚ. Είχα αμέριστη συμπαράσταση από τον κόσμο της ομάδας, φοβερή στήριξη. Και σε αυτό ήμουν τυχερός. Από τη πρώτη μέρα ένοιωσα ότι μπήκα σε μια καινούργια οικογένεια.»

 

-Και τελικά;

«Τελικά έρχεται η Μπαρτσελόνα με μια απίστευτη πρόταση! Ουσιαστικά τα χρήματα που μου έδινε ο ΠΑΟΚ για πέντε χρόνια, η Μπαρτσελόνα μου τα έδινε για έναν χρόνο! Αυτή ήταν η αναλογία και δίχως ίχνος υπερβολής. Πέρα από το οικονομικό κομμάτι, μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε η προοπτική. Δεν με ένοιαζαν τα χρήματα, ποτέ δεν με ένοιαξαν…»

-Όπως μου είπες και πριν, αν σε ένοιαζαν θα πήγαινες και στον Παναθηναϊκό…

«Σίγουρα! Σίγουρα! Δεν με ενδιέφερε όμως. Με ενδιέφερε να είμαι καλά και τότε ήταν ένα διάστημα που ο ΠΑΟΚ είχε αρχίσει να φθίνει…»

 

-Και εξελίχθηκε σε σίριαλ η μετακόμισή σου στην Μπαρτσελόνα;

«Μέχρι να φτάσω στο σημείο να παίξω υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Να πληρώσει η Μπαρτσελόνα χρήματα, να δώσω εγώ και να φτάσουμε στο σημείο να μπορέσω να απεμπλακώ από τον ΠΑΟΚ. Τότε ήταν το καθεστώς με τα ιδιωτικά συμφωνητικά που ήταν… forever! Πάντως στην Μπαρτσελόνα μου έλεγαν, και να μην παίξω, θα είμαι στο γήπεδο κανονικά και θα κάνω προπόνηση με την ομάδα. Μου έλεγαν ότι θα το λύσουν μόνοι τους το θέμα. Με στηριξαν από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένα δείγμα ότι με ήθελαν πολύ και μάλιστα από την πρώτη στιγμή. Οι άνθρωποι της Μπαρτσελόνα ήρθαν στην Ελλαδα και κάναμε τρεις συναντήσεις. Ε, από εκεί και πέρα το πήρα απόφαση. Και δικαιώθηκα στο τέλος…»

-Δικαιώθηκες; Δηλαδή;

«Ήταν πέντε χρόνια μαγικά! Ολοκληρώθηκα τόσο ως παίκτης, όσο και ως άνθρωπος. Έγινα επαγγελματίας, έφτιαξα την ζωή μου… Είναι ένα club που σου παρέχει τα πάντα. Βέβαια και ένα club με απίστευτη πίεση. Μην ξεχνάς ότι εκεί πήγα ως ξένος. Εκεί δεν ήμουν ο μικρός που με είχε ο Ντούντα και έλεγε ‘δεν πειράζει’. Εκεί δεν υπάρχει ‘δεν πειράζει’. Εκεί μπαίνεις μέσα για να παίξεις. Ήταν πέντε χρόνια με μεγάλες νίκες, τίτλους, τραυματισμούς, θεωρώ τα καλύτερα της καριέρας μου».

-Με λίγα λόγια ακόμα καλύτερα τα πράγματα από ότι πιθανόν να τα περίμενες…

«Σίγουρα. Οι δομές ήταν εκπληκτικές. Άλλη προσέγγιση, τελείως διαφορετικά τα πάντα. Εκεί υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας. Ακομα και αν χάνεις, ‘ΟΚ’. Χάνεις με αξιοπρέπεια και δεν υπάρχει η επόμενη μέρα όπου δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις έξω. Εκεί είναι άλλος κόσμος. Εδώ είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι. Δεν ξέρουμε να χάνουμε».

-Αυτό που θα θυμάσαι για πάντα από την θητεία σου στην Μπαρτσελόνα;

«Κάθε μέρα ήταν και μια νέα εμπειρία. Εκεί έγινα καλύτερος άνθρωπος και αθλητής. Βελτιώθηκα σε όλα. Άνοιξε το μυαλό μου. Μου έκανε τεράστιο καλό η θητεία μου στο εξωτερικό. Γνώρισαν διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετική προσέγγιση στα σπορ, καμία σχέση».

 

Ο «δάσκαλος» Ρενέσες και η παρέα με Σάρας,Τζόρτζεβιτς, Ναβάρο, Πάου Γκασόλ!

Ο Ρεντζιάς μόνο ευγνώμων είναι για τον Αΐτο Ρενέσες, τον οποίο αποθέωσε για τις απόψεις του και την προπονητική του προσέγγιση, κάνοντας ειδική αναφορά στο γεγονός που εμπιστεύεται νέα παιδιά. Μάλιστα υπενθύμισε ότι είναι εκείνος που ανέδειξε παίκτες όπως ο Ναβάρο, ο Πάου Γκασόλ, ο Ρούμπιο και ο Ρούντι. Επίσης στάθηκε και στον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους για τον οποίο είπε ότι «όταν έπαιζε ήταν η χαρά του σέντερ!»

-Με πρώτο προπονητή τον «σερίφη»…

«Ναι ξεκίνησα με τον συγχωρεμένο, τον Μανουέλ Κομάς. Βέβαια η πρώτη χρονιά στην Μπαρτσελόνα δεν ήταν και τόσο καλή, είχαμε πολλές αλλαγές, εγώ είχα τραυματιστεί, ενώ και ο Κομάς είχε αντικατασταθεί μεσούσης της σεζόν. Ουσιαστικά ήταν μια σεζόν χωρίς τον Ρενέσες για να επιστρέψει την επόμενη…»

 

-Ο Ρενέσες; Γιατί στην Ελλάδα υπάρχει αυτή η ρετσινιά του λούζερ;

«Εντάξει αυτό μόνο οι Έλληνες θα μπορούσαν να το πουν. Είναι ένας προπονητής, εξαιρετικός ο οποίος έχει στείλει ένα σωρό παίκτες στο ΝΒΑ. Ξέρει μπάσκετ και μάλιστα πολύ μπάσκετ. Δουλεύει πολύ σκληρά και αναδεικνύει πολύ τους νέους. Ο Ναβάρο. Παίκτης καθαρά του Ρενέσες. Αν δεν ήταν ο Αϊτο δεν θα έπαιζε. Πήρε παιδιά, τους έδωσε χώρο, χρόνο και τους δίδαξε. Πάου Γκασόλ, Μαρκ Γκασόλ, Ναβάρο, Ρούμπιο, Ρούντι. Τον Φερνάτεθ τον πήρε από το εφηβικό της Μπανταλόνα και τον έβαλε να παίξει. Επίσης χρειάστηκε να αφήσει εκτός τον Τζόρτζεβιτς και να βάλει τον πιτσιρικά Ναβάρο πεντάδα μέσα στη Φουενλαμπράδα. Πράγματα που εδώ δεν γίνονται. Στην Ελλάδα 25 χρονών είσαι ακόμα μικρός και πρέπει να πάρεις εμπειρίες. Ο Ναβάρο ήταν 15,5 χρονών όταν τον έβαλε να παίξει. Σχολείο πήγαινε. Επίσης εκείνη τη χρονιά είχαμε τραυματιστεί, εγώ, ο Σάβιτς και ο Έλσον και έβαλε τον Πάυο Γκασόλ πεντάρι. Τότε που βοηθούσε ο Πάου τον φυσικοθεραπευτή να κουβαλάει τα πράγματά του, πήγε και τον έβαλε πεντάδα στη Βιτόρια. Αυτά δεν γίνονται εδώ και ούτε θα γίνουν ποτέ. Εδώ λέμε ‘ο μικρός θα γίνει ο επόμενος τάδε’, οι εφημερίδες γράφουν ένα σωρό πράγματα, αλλά χρόνο δεν παίρνει. Και αν δεν πάρει χρόνο, δεν θα παίξει ποτέ».

-Ο Πασκουάλ ωστόσο πιστεύει στους νέους. Έτσι δείχνει…

«Ο Τσάβι έχει αυτήν την κουλτούρα. Δούλεψε πολλά χρόνια στην Μπαρτσελόνα και είναι αυτής της φιλοσοφίας. Και πιστεύω ότι αν είχε λιγότερη πίεση στον Παναθηναϊκό, γιατί ο Παναθηναϊκός έχει πολύ πίεση, θα τους έβαζε και περισσότερο. Πάντως βρίσκει ή προσπαθεί να βρει τον χρόνο για να τους βάλει να παίξουν».

-Τότε ήσουν μαζί με Σάρας, Γκασόλ, Ναβάρο… Εσύ με τον Σάρας οι μεγαλύτεροι σε ηλικία της παρέας. Πώς ήταν η συνύπαρξή σας;

«Με τον Σάρας ήμασταν χρόνια συμπαίκτες και αντίπαλοι. Ίδια ηλικία έχουμε. Μετά βρεθήκαμε μαζί στην Μπαρτσελόνα. Είναι χαρά να παίζεις με τον Σάρας. Η χαρά του ψηλού να παίζει μαζί του. Ένας άνθρωπος που διαβάζει το γήπεδο όσο κανείς. Επίσης είναι και πολύ ξεχωριστός ως άνθρωπος, μοναδικός. Ο Σάρας είναι… μπάσκετ! Είναι από τα καλύτερα πλέι μέικερ που έχουν περάσει ποτέ από την Ευρώπη».

-Οι Γκασόλ, Ναβάρο, όπως τους έβλεπες εσύ όταν ήταν πιτσιρικάδες, είχαν τα στοιχεία για να κάνουν την καριέρα που εν τέλει, έκαναν;

«Ναι, ναι! Το να μπορείς να παίξεις μπάσκετ, δεν αρκεί να βάζεις τη μπάλα στο καλάθι, να καρφώνεις και να πετυχαίνεις τρίποντα. Πρέπει να έχεις και χαρακτήρα. Και αυτά ήταν καλά παιδιά. Με καλές οικογένειες από πίσω… Δεν είναι τυχαίο. Πριν που λέγαμε για τον Σάρας. Η οικογένειά του είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας και ωραίοι άνθρωποι. Πολύ ωραίοι άνθρωποι. Η οικογένεια του Γκασόλ το ίδιο, του Ναβάρο το ίδιο. Δεν είναι μόνο ότι βλέπεις στο γήπεδο.»

 

Το… φαινόμενο Άλεν Άιβερσον και η μεγάλη στιγμή στο «αντίο» του Τζόρνταν!

Λένε ότι ποτέ δεν είναι αργά. Και ο Ευθύμης Ρεντζιάς αποφάσισε να μετακομίσει στο ΝΒΑ έξι χρόνια μετά την επιλογή του στο draft. Στα 27 του χρόνια έκανε τα καθήκοντα του… rookie kai πήγαινε ντόνατς στην προπόνηση για χάρη του Άλεν Άιβερσον! O ίδιος ωστόσο εξηγεί ότι δεν δέχτηκε κανένα καψώνι και αυτό διότι ευτύχησε να πέσει πάνω στον Λάρι Μπράουν που ήταν αντίθετος με τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες δεν άρεσαν ούτε και στους -τότε- παίκτες των 76ers.

ren-Και φτάνει η στιγμή που μετακομίζεις στο ΝΒΑ… Σε μια ομάδα που είχε διεκδικήσει και το πρωτάθλημα. Άλλος κόσμος;

«Τότε είχα στο συμβόλαιό μου στην Μπαρτσελόνα το NBA out. Είχαμε τελειώσει τη σεζόν και εγώ με άλλα δύο χρόνια ακόμα στο συμβόλαιό μου. Μου είχε τηλεφωνήσει ο ατζέντης μου και μου είχε πει ότι ο Λάρι Μπράουν είδε παιχνίδια μου από το Copa del Rey, ενώ είχαν έρθει και κάποιοι scouter. Τότε ήμουν σε διακοπές, τελείως διαλυμένος από την σεζόν. Και να σου πω την αλήθεια δεν είχα σκεφτεί να φύγω από την Μπαρτσελόνα. Είχα τον χώρο μου, τον χρόνο μου, το συμβόλαιό μου που έτρεχε, ήμουν πολύ καλά. Όμως μέρα με τη μέρα έβλεπα ότι το ενδιαφέρον των 76ers ήταν πολύ μεγάλο. Όπως αντιλαμβάνεσαι αμέσως σταμάτησα τις διακοπές μου, επέστρεψα στη Βαρκελώνη, έκανα τα ραντεβού και απο εκεί και πέρα άκουσα τα όσα μου είπαν».

-Και τελικά; Πώς έγινε και πήγες;

Στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα το ΝΒΑ. Ήθελα να το δοκιμάσω. Κάποια στιγμή έπρεπε να πάω. Και όταν ο Λάρι Μπράουν λέει ‘αυτόν τον θέλω’ δεν μπορείς να πεις όχι. Κυνηγάς αυτό που ονειρεύτηκες από όταν ήσουν μικρός. Το λες, το σκέφτεσαι, το φαντάζεσαι. Και ξαφνικά βρέθηκα με την πρόταση στο τραπέζι και το συμβόλαιο προετοιμασμένο. Και μάλιστα με υψηλότερες αποδοχές απ’ αυτό που όριζε το rookie συμβόλαιο. Μου έδειξαν ότι με ήθελαν. Και τα χρήματα στο σύνολο ήταν σχεδόν τα ίδια με αυτά που έπαιρνα στην Μπαρτσελόνα. Ήμουν καλά αμειβόμενος. Και πάλι, δεν το είδα οικονομικά. Με ένοιαξε η κίνηση που έγινε από πλευράς 76ers. Μίλησα με τον ατζέντη μου, ο οποίος μου είπε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία από τη στιγμή που είχε ζητήσει ο ίδιος ο Λάρι Μπράουν. Μου είπε επίσης ότι υπήρχε θέση για μενα στην Φιλαντέλφεια και ότι σίγουρα θα με βοηθούσε. Έτσι πήρα την απόφαση και πήγα. Και θεωρώ ότι έκανα καλά που πήγα…

 

-Οι πρώτες σου εντυπώσεις από τους 76ers;

«Μην φανταστείς ότι κάτι το πολύ σπουδαίο ως εγκαταστάσεις. Ένα πολύ ωραίο κλειστό γήπεδο, με όλες τις ανέσεις. Εντάξει όμως και στην Μπαρτσελόνα τα είχα όλα σε ανάλογο βαθμό. Εκεί ωστόσο ήταν άλλη νοοτροπία, άλλη φιλοσοφία, τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Πήγα αρχικά στο summer league όπου είχα την πρώτη μου επαφή, ενώ στη συνέχεια δούλεψα στο training camp. Εκεί πρέπει να πας έτοιμος. Με τον Λάρι Μπράουν κάναμε κάθε 15 μέρες meeting στο γραφείο του. Δεν είναι εύκολο για έναν rookie να πάει στην Αμερική ενώ εκεί νοιάζονται πρώτα απ’ όλα για σένα ως άνθρωπος. Κουβεντιάζαμε πάρα πολλές ώρες. Το ανθρώπινο κομμάτι έρχεται πρώτο. Απλά εγώ είχα τα θέματά μου με τα πόδια μου. Και εκεί έχει πολλά ταξίδια, πολλά ματς, δεν είναι εύκολο. Εντάξει όμως, έπαιξα σε αρκετά ματς. Η ατυχία μου ήταν ότι την επόμενη χρονιά έφυγε ο Λάρι Μπράουν ο οποίος πήγε στους Πίστονς. Δεν μπόρεσε να με πάρει μαζί του και εκεί είδα ότι η κατάσταση δεν με σήκωνε άλλο εκεί. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά πόνταρα στην δεύτερη χρονιά μου στο ΝΒΑ για να πάρω περισσότερο χρόνο. Μετά άλλαξαν όλα και είδα ότι το νέο καθεστώς δεν με είχε στα πλάνα του, οπότε πήρα την απόφαση να επιστρέψω στην Ευρώπη. Μου έλειπε το να παίζω και να είμαι σημαντικός στην ομάδα μου».

 

-‘Αλεν Άιβερσον… Συνέχισε εσύ…

«Φαινόμενο! Φαινόμενο! Μία εμπειρία κάθε μέρα μαζί του!»

-Εσύ που ήσουν rookie σε είχε στο… τρέξιμο;

«Όχι. Και εκεί ήμουν τυχερός! Και ο Άιβερσον, και ο Μακ Κι και ο Σνόου ήταν παιδιά που βρίσκονταν πολύ κοντά με τον Λάρι Μπράουν. Και υπήρχε η φιλοσοφία τότε στους Σίξερς ότι ‘δεν ταλαιπωρούμε τους rookies και δεν τους κάνουμε καψώνια’. Οι rookies απλά έκαναν συγκεκριμένα πράγματα.»

-Τι συγκεκριμένα πράγματα έκανες εσύ;

«Να πηγαίνω ντόνατς κάθε πρωί στην προπόνηση».

 

-Σε κάθε προπόνηση;

«Όχι. Όποτε ήθελαν. Όμως εγώ τους πήγαινα πάντα! Και δεν ήθελε κανείς να κάνει καψώνι. Απλά έκανες εσύ τις υποχρεώσεις σου και ήσουν μια χαρά».

-Αν δεν τα πήγαινες;

«Ε, δεν το έκανες. Δεν ήθελες να μην τα πας! (Γέλια) Δεν ήθελες να μπεις σε αυτήν την διαδικασία. Εντάξει όμως. Είχε και την πλάκα του»

-Ρωτάω γιατί ο Άιβερσον δίνει την εντύπωση ότι είναι πολύ… βαρύς.

«Όχι, καμία σχέση. Εντάξει, σίγουρα είναι στον δικό του κόσμο αλλά παρόλα αυτά δεν είναι τέτοιο παιδί. Όχι ότι δεν υπάρχουν. Φυσικά και υπάρχουν και κάνουν και τα χειρότερα. Απλά εγώ ήμουν τυχερός τότε στους 76ers. Για παράδειγμα ο Σάσα Τζόρτζεβιτς μου έλεγε ότι πόναγε πόσο καιρό η πλάτη του που κουβαλούσε κάτι μπαούλα όλη την ώρα!»

-Πάντως τι σου έχει μείνει περισσότερο από εκείνον;

«Με τον Άιβερσον έχουμε μιλήσει άπειρες φορές. Μου έχει πει την ιστορία της ζωής του, πώς ξεκίνησε, τα πάντα. Κάναμε αρκετή παρέα. Ήταν πολύ του… έξω, ήμουν και εγώ από τη πλευρά μου, οπότε κάπου τα βρίσκαμε! Κάθε μέρα ήταν μια εμπειρία με τον Άλεν. Πολύ απρόβλεπτος. Όλοι τον θαύμαζαν με πρώτο και καλύτερο εμένα. Αυτά που έκανε μέσα στο γήπεδο, απλά δεν… υπήρχαν! Φοβερός μαχητής. Καθολική αποδοχή σε όλα τα γήπεδα. Πηγαίναμε παίζαμε σε άλλες πολιτείες και ο κόσμος φορούσε τις φανέλες του. Έχει τρελό κοινό και είναι πολύ αγαπητός. Και εκείνος… Άπειρες τρέλες. Πάντως όταν έμπαινε να παίξει ήταν πολύ ανταγωνιστικός. Σαν να έπαιζε τελικούς ΝΒΑ ακόμα και στα ματς της preseason».

 

Μάλιστα ήσουν παρών και στο μεγάλο αντιο του Μάικλ Τζόρνταν μέσα στο παρκέ…. Ξέρεις πόσοι μπασκετμπολίστες θα ήθελαν να ήταν στη θέση σου…

«Ξέρεις, στεναχωρήθηκα πολύ που ήμουν εκεί. Να βλέπεις τον παιδικό σου ήρωα να αποσύρεται λίγα μέτρα πιο μακριά από εσένα και νωρίτερα να τον έχεις αντιμετωπίσει στο παρκέ . Με αυτόν μεγαλώσαμε, χάρη σε αυτόν θέλαμε να παίξουμε στο ΝΒΑ. Μεγάλη στιγμή και μεγάλη η συναισθηματική φόρτιση. Για όλον τον πλανήτη! Πόσω μάλλον για μένα που το έζησα από μέσα. Αυτά που έγιναν τότε, απλά… δεν υπάρχουν. Ένα γήπεδο όρθιο και να αποθεώνει. Μάλιστα του είχα σφίξει το χέρι, ενώ είχαμε μιλησει και κάμποσες φορές. Είχαμε παίξει πολλές φορές στην Ουάσινγκτον, τόσο στο training camp και στην preseason, όσο και στην regular season. Τον είχα γνωρίσει στο ζέσταμα και είχαμε πει κάποια πράγματα. Εμπειρία ζωής».

 

Τα ταλαιπωρημένα γόνατα σήμαναν την αρχή του τέλους

Μετά τον έναν χρόνο στο ΝΒΑ, ο Ευθύμης Ρεντζιάς επέστρεψε στην Ευρώπη για λογαριασμό της Ούλκερ για να συνεχίσει την καριέρα του σε Σιένα και Βαγιαδολίδ όπου έριξε και τους τίτλους τέλους. Ο ίδιος μπορεί να ήθελε να αγωνιστεί, μπορεί να είχε προτάσεις στα χέρια του ωστόσο από τη στιγμή που ήξερε ότι δεν θα είναι στο επιθυμητό -για εκείνον- επίπεδο, αποφάσισε να βάλει τέλος στην καριέρα του σε ηλικία 30 ετών!

-Επιστρέφεις στην Ευρώπη για την Ούλκερ και γίνεσαι ο πρώτος Έλληνας που παίζει σε τουρκική ομάδα, ενώ ακολούθησε η χρονιά στη Σιένα.

«Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν άντεχα περισσότερο. Οι αντιδράσεις στα γόνατά μου ύστερα από δυνατές και σκληρές προπονήσεις, δεν ήταν και οι καλύτερες. Πόναγα και μάζευε και υγρό. Δεν μπορούσα να ήμουν αυτός που ήθελα να ήμουν. Μετά έκανα την επιλογή να πάω στη Σιένα όπου είχαμε εξαιρετική ομάδα με τον Μιχάλη (σ.σ. Κακιούζη) αλλά δεν ξέρω τι πήγε στραβά. Δύσκολη η Σιένα για να ζεις αλλά όπως σου είπα είχαμε καλή ομάδα. Εκεί είδα ότι ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα με τα γόνατα και γι’ αυτό επέλεξα να πάω μετά στην Βαγιαδολίδ. Λιγότερα ματς, λιγότερη πίεση, λιγότερες υποχρεώσεις. Είχε μόνο εγχώριο πρωτάθλημα. Εκεί τραυματίστηκα μεσούσης της σεζόν και σταμάτησα. Βέβαια έκανα το χειρουργείο, την αποθεραπεία, ξεκίνησα προπονήσεις, μίλησα με κάποιες ομάδες το καλοκαίρι, αλλά είδα ότι δεν γινόταν να συνεχίσω…»

-Μετάνιωσες που δεν συνέχισες;

«Όχι δεν μετάνιωσα. Άλλωστε δεν μπορούσα να συνεχίσω. Πήρα την απόφαση έχοντας τέσσερις προτάσεις στο τραπέζι. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να ήμουν αυτός που θα ήθελα…»

-Ούτε κάνοντας ειδική διαχείριση στα γόνατά σου;

«Όχι. Δεν θα ήταν εύκολο με διαχείριση. Τα πόδια δεν ανταποκρίνονταν. Δεν ήθελα να σέρνομαι στα γήπεδα…Δεν θα το άντεχα ούτε ψυχολογικά αυτό! Δεν σου κρύβω ότι ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που πήρα στην καριέρα μου. Ο ατζέντης μου τρελάθηκε και αυτό διότι είχα πολύ καλές προτάσεις. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσα να παίξω πέντε χρόνια ακόμα. Αν ήθελα να παίξω; Ήθελα. Όμως σου είπα. Δεν μπορούσα…»

 

-Στο μεσοδιάστημα, αφού έφυγες από τον ΠΑΟΚ και μέχρι που σταμάτησες, σε είχαν πλησιάσει καθόλου οι «αιώνιοι»;

«Ναι. Πάντα είχα επαφή! Υπήρχαν φορές που το είχα σκεφτεί πολύ σοβαρά. Όσο καλά και αν ήμουν στο εξωτερικό, ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα. Πάντα το ήθελα. Όμως όταν έβλεπα την κατάσταση και έλεγα ‘που είμαι και που θα πάω’, πάντα το ανέβαλα. Και μάλιστα είχα πολύ καλές προτάσεις. Ειδικά από την οικογένεια Γιαννακόπουλου, είχαμε συνέχεια επαφή. Με τον κύριο Παύλο κυρίως. Και απευθείας και μέσω διαμεσολαβητών…»

-Γενικά αν γυρνούσες τον χρόνο πίσω, υπάρχει κάτι που θα έκανες διαφορετικά;

«Θα είμαι αχάριστος να πω ότι θα έκανα κάτι διαφορετικά. Ακόμα και αν δεν μου βγήκε το ΝΒΑ, είμαι γεμάτος. Και τα τέσσερα χρόνια στον ΠΑΟΚ ήταν μοναδικά. Και η πενταετία στην Μπαρτσελόνα εντυπωσιακή. Και όλες οι άλλες οι εμπειρίες που είχα σε Σιένα, Ούλκερ, Βαγιαδολίδ αν και εκεί ήταν καθαρά επαγγελματικά τα πράγματα. Δεν δέθηκα με τις ομάδες. Δόξα το Θεό λέω…»

-Κάνοντας τον συνολικό απολογισμό της καριέρας σου, τι θα έχεις να θυμάσαι πάντα με νοσταλγία…

«Ήταν μια ωραία διαδρομή με τα καλά και τα κακά της. Με πολύ μεγάλες χαρές, πολύ μεγάλες στεναχώριες, διαφορετικούς ανθρώπους, κουλτούρες, πολλές χώρες, παίκτες, προπονητές. Δεν θα επέλεγα σίγουρα θα ξεχάσω κάτι. Παρόλα αυτά μου λείπει πολύ το παιχνίδι. Αυτό νοσταλγώ. Το παιχνίδι. Με όλα τα παιδιά που έπαιξα μαζί και ανέπτυξα φιλίες».

 

-Αν ο Ρεντζιάς δεν είχε τις ατυχίες και τους τραυματισμούς, μέχρι που θα μπορούσε να είχε φτάσει ;

«Θεωρώ ότι η καριέρα μου θα ήταν τελείως διαφορετική… Όμως εντάξει. Συμβιβάζεσαι με όλα όσα σου συμβαίνουν και σου τυχαίνουν. Δεν παραπονιέμαι, είμαι γεμάτος. Μπορεί να σταμάτησα κάποια χρόνια νωρίτερα λόγω τραυματισμών, αλλά μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησα και πολύ νωρίτερα…Παρόλα αυτά, μπορεί να ήμουν καλύτερος, αλλά και πάλι. Δεν το ξέρεις. Σίγουρα θα είχα παίξει περισσότερα χρόνια».

-Δυσκολότερος αντίπαλος που αντιμετώπισες;

«Πάντα είχα πρόβλημα με τους πιο κοντούς από εμένα. Εκεί είχα θέμα. Έπαιζα πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο άνετα με ισοϋψείς μου. Όπως για παράδειγμα πολύ δύσκολοι αντίπαλοι για μένα ήταν οι Αρλάουκας και Οικονόμου…»

-Έζησες τις χρυσές εποχές του ελληνικού μπάσκετ στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ήταν το καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης αν έχεις να κάνεις τη σύγκριση με το ισπανικό;

«Είχαμε καλύτερο πρωτάθλημα. Απλά από ένα σημείο και μετά είχε φθίνουσα πορεία. Όλοι εξέφραζαν και εκφράζουν θαυμασμό για το ελληνικό μπάσκετ και τις ελληνικές ομάδες. Παρά το γεγονός ότι έχει περιέλθει το μπάσκετ μας σε αυτό το σημείο. Θέλει πολύ δουλειά να επιστρέψει. Είναι λάθος οι δομές. Εντελώς λάθος πώς είναι στημένα τα πράγματα, αν και τώρα τελευταία γίνονται κάποιες προσπάθειες. Η νέα διοίκηση του ΕΣΑΚΕ προσπαθεί, αλλά θέλει χρόνο ακόμα. Για παράδειγμα οι δύο μεγάλοι δεν υπάρχει λόγος να παίζουν στο πρωτάθλημα. Κανένας. Δεν υπάρχει προϊόν ώστε να έρθουν χρήματα. Η φιλανθρωπία τέλειωσε…Και τώρα υπάρχει μπάσκετ επειδή υπάρχει ο Γιαννακόπουλος, οι Αγγελόπουλοι και πάει λέγοντας. Πλέον ο κόσμος γιατί να πάει στο γήπεδο να ξοδέψει τα 10 ευρώ του; Να δει τι; Πρέπει να έχει να δει κάτι…Και δεν μιλάω για τις ομάδες του στυλ Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ. Μιλάω για τις επαρχιακές περισσότερο. Παλιά υπήρχε, τώρα όχι.»

 

Η ζωή μετά το μπάσκετ ως Ambassador του ΝΒΑ στην Ευρώπη

Ο Ευθύμης Ρεντζιάς έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση εδώ και 12 χρόνια! Παρόλα αυτά ουδέποτε ήθελε να μείνει μακριά από το μπάσκετ, αν και όπως μας είπε η προπονητική δεν ήταν ποτέ μέσα στα σχέδιά του. Προτιμάει τα διοικητικά και τα οργανωτικά πόστα. Όπως ακριβώς αυτό που έχει αυτή τη στιγμή! Το ΝΒΑ εμπιστεύτηκε στα χέρια του τα προγράμματα που θέλει να τρέξει στην Γηραιά Ήπειρο και γι’ αυτόν τον λόγο αποτελεί έναν εκ των Ambassadors του καλύτερου πρωταθλήματος στον πλανήτη στην Ευρώπη!

-Μετά το τέλος της καριέρας σου πώς περνούσες το διάστημα μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι σταμάτησες;

«Ήταν πολύ δύσκολο στην αρχή. Πάρα πολύ δύσκολο. Ξαφνικά σταμάτησα και έμεινα χωρίς να έχω αντικείμενο. Δεν είχα να ασχοληθώ με κάτι. Βέβαια είμαι άνθρωπος που προσαρμόζομαι πολύ εύκολα. Ένα χαρακτηριστικό που με βοήθησε πάρα πολύ. Πάντα ήθελα να είμαι στο μπάσκετ γιατί το αγαπάω πολύ. Όμως είναι πολύ δύσκολο να σκοτώσεις τον παίκτη μέσα σου. Εγώ το προσπάθησα πάρα πολύ. Όσο πιο γρήγορα αλλάξεις σελίδα, θα είναι καλύτερα για σένα γιατί μπαίνεις σε μια άλλη κοινωνία. Όταν ήσουν παίκτης ένας οργανισμός έτρεχε για σένα και σου παρείχε τα πάντα. Μετά το μπάσκετ πρέπει εσύ να τρέχεις για όλα. Ζεις την καθημερινότητα διαφορετικά.»

 

-Η προπονητική ήταν ποτέ ή είναι στο μυαλό σου; Ήσουν και στην triple crown…

«Εκεί ήμασταν μια παρέα με τον Φράγκι (σ.σ. Αλβέρτη) και τον Δημήτρη (σ.σ. Παπανικολάου) και κάναμε μια ακαδημία για να προσφέρουμε κάτι στο μπάσκετ, να βρισκόμαστε και να περνάμε και καλά. Όχι πάντως. Η προπονητική δεν μου άρεσε. Προτιμούσα το διοικητικό κομμάτι και όχι το προπονητικό. Δεν ξέρω αν θα ήμουν καλός».

-Και να περάσουμε στο σήμερα. Αν και έμεινες μόνο έναν χρόνο στο ΝΒΑ, είσαι ένας εκ των πρεσβευτών του ΝΒΑ στην Ευρώπη. Πώς προέκυψε αυτή η σημαντική αν μη τι άλλο θέση για σένα;

«Και πριν πάω στο ΝΒΑ και όταν πήγα, αλλά και φεύγοντας, είχα τις επαφές μου με τους ανθρώπους που εργάζονταν στον οργανισμό. Όταν ξεκίνησαν όλα αυτά τα προγράμματα παγκοσμίως όσον αφορά την ανάπτυξη του ΝΒΑ, ειδικά στα παιδιά, με το NBA Jr., το ΝΒΑ School, με προσέγγισαν και μου ζήτησαν να συνεργαστώ μαζί τους και να συμβάλλω σε αυτό το project του ΝΒΑ…»

 

-Και πάμε στο ΝΒΑ Basketball School. Μετά το Jr. NBA, to ΝΒΑ Basketball School. Τι είναι ακριβώς και τι σκοπό έχει ;

«Πέρυσι ήταν ένα από τα προγράμματα που έπαιξε στην Ελλάδα και το οποίο είχε τεράστια επιτυχία. Και φέτος είναι το NBA Basketball School. Αυτό είναι ένα πρόγραμμα ανάπτυξης του ΝΒΑ. Είναι οι αξίες του ΝΒΑ. Του παιχνιδιού, της ομαδικότητας, της βελτίωσης, της φιλοσοφίας του ΝΒΑ. Να το ζήσουν τα παιδιά…»

-Τι εκπλήξεις ετοιμάζετε εκεί;

«Η έκπληξη είναι το ίδιο το πρόγραμμα. Όχι μόνο οι καλεσμένοι. Θεωρώ ότι είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει αυτή τη στιγμή όσον αφορά την ανάπτυξη στα παιδιά. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο αγωνιστικό κομμάτι, αλλά στην προσέγγιση και στην φιλοσοφία. Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες του προγράμματος. Θα έχουμε προπονητές και αρκετούς αθλητές από Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική. Είναι ωραίο που επιλέχθηκε και η Ελλάδα για να γίνει αυτό το πρόγραμμα».

-Κλείνοντας ποια συμβουλή θα έδινες εσύ στα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το μπάσκετ το οποίο βλέπουν τρόπο τινά και επαγγελματικά από νωρίς;

«Μακάρι να είχαμε και εμείς τότε αυτά τα προγράμματα. Σίγουρα θα ήμασταν όλοι πολύ καλύτεροι. Η συμβουλή που έχω να δώσω είναι να κάνουν αυτό που αγαπάνε. Και να το αγαπάνε με πάθος. Οι ηλικίες οι μικρές ωστόσο είναι μόνο και μόνο για να απολαμβάνουν το παιχνίδι. Βασικά στους γονείς θέλω να δώσω συμβουλές. Να αφήσουν τα παιδιά τους να κάνουν αυτό που αγαπάνε, χωρίς απαραίτητα να είναι αυτό το μπάσκετ. Υπάρχουν γονείς… μάστιγα! Ακόμα και εμένα με παίρνουν τηλέφωνο και ψάχνουν ατζέντη για 11χρονους, 12χρονους και 13χρονους. Το παιδί πρέπει να πάει παίζει. Να στηρίζουν το παιδί τους. Να το πηγαίνουν στην προπόνηση, να έχει μια καλή διατροφή και όχι να κάνουν συστάσεις και παρατηρήσεις στους προπονητές. Ξαφνικά οι γονείς έγιναν μάνατζερ, προπονητές, διατροφολόγοι, ορθοπεδικοί, ψυχολόγοι κ.ο.κ. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορούν να κάνουν στο παιδί τους. Ξαναλέω. Το παιδί πρέπει να παίζει και όχι να ψάχνει ατζέντηδες προκειμένου να καλύψουν οι ίδιοι οι γονείς προσωπικές τους φιλοδοξίες και απωθημένα μέσα από το παιδί τους. Το παιδί πρέπει να περνάει καλά. Ούτε ατζέντηδες χρειάζονται στα 12 τους, ούτε ατομικές προπονήσεις ούτε τίποτα…»